ημιπερίοδος


ημιπερίοδος
Προφορά

Ετυμολογία
ημιπερίοδος ημι- + περίοδος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ημιπερίοδος

✦ τμήμα της περιόδου που βρίσκεται ανάμεσα σε τελεία και άνω τελεία ή ανάμεσα σε δύο άνω τελείες και αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις
✦ εξεταστική περίοδος σε πανεπιστήμιο κατά την οποία οι φοιτητές έχουν δικαίωμα να εξεταστούν σε περιορισμένο αριθμό μαθημάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.