ημιέκταση


ημιέκταση
Προφορά

Ετυμολογία
ημιέκταση ημι- + έκτασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ημιέκταση

✦ (γυμναστ.) έκταση του ενός χεριού οριζόντια και προς τα πλάγια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.