ημερολογιακός


ημερολογιακός
Προφορά

Ετυμολογία
ημερολογιακός ημερολόγιον

Ερμηνεία
επίθετο┘ ημερολογιακός -ή, -ό

✦ ο αναγόμενος στο ημερολόγιο: ημερολογιακό έτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.