ημερεύω


ημερεύω
Προφορά

Ετυμολογία
ημερεύω ήμερος

Ερμηνεία
ρήμα ημερεύω

✦ κάνω κάποιον ή κάτι ήμερο, τιθασεύω
(μτφ. ) καθησυχάζω, μερώνω: ήταν έξω φρενών· είδα κι έπαθα να τον ημερέψω

Συνώνυμα

Αντίθετα
αγριεύω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.