ημερήσιος
Προφορά
Ετυμολογία
ημερήσιος αρχαία ελληνική ἡμερήσιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ημερήσιος -ια, -ιο
✦ ο της ημέρας
✦ καθημερινός
✦ που διαρκεί μια μέρα
✦ που προορίζεται για μια μέρα
Συνώνυμα
ημερινός
Αντίθετα
νυχτερινός
Επιρρήματα
ημερησίως