ημεράλωψ


ημεράλωψ
Προφορά

Ετυμολογία
ημεράλωψ αρχαία ελληνική ἡμεράλωψ

Ερμηνεία
ημεράλωψ

✦ -ωπος (ο, η) ουσ. αυτός που πάσχει από ημεραλωπία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.