ημεδαπός


ημεδαπός
Προφορά

Ετυμολογία
ημεδαπός αρχαία ελληνική ἡμεδαπός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ημεδαπός -ή, -ό

✦ ιθαγενής, ντόπιος, που κατάγεται ή προέρχεται από τη δική μας χώρα
✦ θηλ. η ημεδαπή ως ουσ., η χώρα μας

Συνώνυμα

Αντίθετα
αλλοδαπός ,αλλοδαπή, εξωτερικό
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.