ημαρτημένος


ημαρτημένος
Προφορά

Ετυμολογία
ημαρτημένος μτχ. παθ. πρκμ. του αρχαίου ελληνικού ρ. ἁμαρτάνω

Ερμηνεία
ημαρτημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. εσφαλμένος, λαθεμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.