ημίωρος


ημίωρος
Προφορά

Ετυμολογία
ημίωρος ημι- + ώρα

Ερμηνεία
επίθετο┘ ημίωρος -η, -ο

✦ που διαρκεί μισή ώρα: ημίωρη διακοπή της συνεδριάσεως
✦ το ημίωρο(ν) ως ουσ., χρονικό διάστημα μισής ώρας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.