ηλιοφώτιστος


ηλιοφώτιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ηλιοφώτιστος ήλιος + φωτίζω

Ερμηνεία
ηλιοφώτιστος

✦ κ. ηλιόφωτος, -η, -ο επίθ. που φωτίζεται από τον ήλιο, ηλιόλουστος: τ’ άσπρα σπιτάκια του… ηλιόφωτα, χαριτωμένα (Γ. Δροσίνης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.