ηλικιώτις


ηλικιώτις
Προφορά

Ετυμολογία
ηλικιώτις αρχαία ελληνική ἡλικιώτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ηλικιώτις

✦ θηλ. ηλικιώτις, -ιδος ο συνομήλικος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.