ηλικιώνομαι


ηλικιώνομαι
Προφορά

Ετυμολογία
ηλικιώνομαι μεσαιωνική ελληνική ἡλικιοῦμαι

Ερμηνεία
ρήμα ηλικιώνομαι

✦ φτάνω σε ώριμη ηλικία, μεγαλώνω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.