ηλικία


ηλικία
Προφορά

Ετυμολογία
ηλικία αρχαία ελληνική ἡλικία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ηλικία

✦ ο χρόνος από τη γέννηση ενός ενόργανου όντος ως μια ορισμένη στιγμή
✦ κάθε περίοδος της ανθρώπινης ζωής: παιδική – εφηβική – νεανική – γεροντική ηλικία
✦ στρατολογική κλάση
✦ (για άψυχα) ο χρόνος της ύπαρξης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.