ηλεκτροσόκ
Προφορά
Ετυμολογία
ηλεκτροσόκ └γαλλ┘ électrochoc
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το ηλεκτροσόκ
✦ μέθοδος θεραπείας ψυχικών νοσημάτων που συνίσταται στην πρόκληση σπαστικής κρίσεως με την ελεγχόμενη διοχέτευση στον εγκέφαλο ηλεκτρικού ρεύματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–