ηλεκτροπληξία
Προφορά
Ετυμολογία
ηλεκτροπληξία ηλεκτρο- + πλήττω• απόδοση του └αγγλ┘όρου electroshock
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ηλεκτροπληξία
✦ σφοδρός κλονισμός του νευρικού συστήματος που προκαλεί η διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος στον οργανισμό: η ηλεκτροπληξία είναι συχνά θανατηφόρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–