ηλεκτρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ηλεκτρίζω ήλεκτρον
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ηλεκτρίζω
✦ προκαλώ ή μεταδίδω ηλεκτρισμό, πλήττω με ηλεκτρισμό
✦ (μτφ. ) εξάπτω, διεγείρω: δυνατός ρήτορας που ξέρει να ηλεκτρίζει τα πλήθη
✦ (μέσ.) ηλεκτρίζομαι, φορτίζομαι με ηλεκτρισμό
✦ (μτφ. ) διεγείρομαι: ηλεκτρισμένη από φιλήματα θα ‘λεγες την ατμόσφαιρα (Κ. Καρυωτάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–