ηθοπλαστικός


ηθοπλαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ηθοπλαστικός ήθος + πλάσσω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ηθοπλαστικός -ή, -ό

✦ που επιδρά ευνοϊκά στη διάπλαση του ήθους, στη διαμόρφωση του χαρακτήρα: ηθοπλαστικό ανάγνωσμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ηθοπλαστικά (Κ ηθοπλαστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.