ηθμοειδής
Προφορά
Ετυμολογία
ηθμοειδής μεταγενέστερη ελληνική ἠθμοειδής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ηθμοειδής -ής, -ές
✦ ο όμοιος με ηθμό, πορώδης
✦ ουδ. ηθμοειδές ως ουσ., μικρό οστό του κρανίου ανάμεσα στο μετωπιαίο, το σφηνοειδές και τις οφθαλμικές κόγχες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–