ηδονοβλεψίας


ηδονοβλεψίας
Προφορά

Ετυμολογία
ηδονοβλεψίας ηδονή + βλέπω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ηδονοβλεψίας

✦ ο ηδονιζόμενος στη θέα σωμάτων που γυμνώνονται ή ερωτικών περιπτύξεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.