ηγεμονισμός


ηγεμονισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ηγεμονισμός ηγεμόνας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ηγεμονισμός

✦ τάση κυριαρχίας και επικράτησης ενός προσώπου ή κόμματος στην πολιτική ζωή μιας χώρας: ο ηγεμονισμός της δεξιάς
✦ τάση κυριαρχίας μιας χώρας στην παγκόσμια πολιτική σκηνή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.