ηγεμονίδα
Προφορά
Ετυμολογία
ηγεμονίδα μεταγενέστερη ελληνική ἡγεμονίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ηγεμονίδα
✦ γυναίκα που κυβερνά μια χώρα ή η σύζυγος του ηγεμόνα
✦ (μτφ. ) κυρίαρχη: επί αιώνες, η Ρώμη υπήρξε ηγεμονίδα του αρχαίου κόσμου
✦ (κ. ως επίθ.): οι δύο ηγεμονίδες πόλεις συχνά ενέχονται σε συρράξεις που προκαλούνται από τη διπλωματία της καθεμιάς στη σφαίρα επιρροής της αντιπάλου (Ν. Χουρμουζιάδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–