ζόρι


ζόρι
Προφορά

Ετυμολογία
ζόρι └τουρκ┘zor

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ζόρι

✦ βία, καταναγκασμός
✦ άσκηση πιέσεως: φρ. με το ζόρι, με πιέσεις, αναγκαστικά
✦ αντίσταση, δυσχέρεια

Συνώνυμα
με το στανιό
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.