ζυγός
Προφορά
Ετυμολογία
ζυγός αρχαία ελληνική ζυγός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ζυγός
✦ ζυγαριά, πλάστιγγα: θα ιδούμε το ζυγό να ορθοστατεί (Τ. Παπατσώνης)
✦ εγκάρσιο ξύλο στο αλέτρι ή στην άμαξα, όπου ζεύονται τα βόδια ή τα άλογα
✦ (μτφ. ) σκλαβιά, δουλεία: τα συνήθη χωράφια αφήνοντες εφύγατε τον ζυγόν (Α. Κάλβος)
✦ (στρατ. κ. γυμν.) παράταξη κατά μέτωπο στην ίδια ευθεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–