ζυγιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ζυγιάζω μεσαιωνική ελληνική ζυγιάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ζυγιάζω
✦ ζυγίζω: να ζυγιάσεις καλά τα πράματα, πριν αποφασίσεις
✦ μέσ. ζυγιάζομαι, ισορροπώ ή σταματώ μετέωρος: το πουλί ζυγιάστηκε πάνω απ’ τα κεφάλια μας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–