ζιγκολό


ζιγκολό
Προφορά

Ετυμολογία
ζιγκολό └γαλλ┘ gigolot

Ερμηνεία
ζιγκολό

✦ άκλ. ουσ. νέος που αμείβεται για τις ερωτικές του σχέσεις με ηλικιωμένες, κυρίως, γυναίκες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.