ζιγκολό Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ζιγκολόΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/ζιγκολό.mp3Ετυμολογίαζιγκολό └γαλλ┘ gigolot Ερμηνεία ζιγκολό ✦ άκλ. ουσ. νέος που αμείβεται για τις ερωτικές του σχέσεις με ηλικιωμένες, κυρίως, γυναίκες Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–