ζητητικός


ζητητικός
Προφορά

Ετυμολογία
ζητητικός αρχαία ελληνική ζητητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ζητητικός -ή, -ό

✦ που έχει την τάση της αναζητήσεως, ερευνητικός: ζητητικοί φιλόσοφοι (ά. σκεπτικοί)
✦ θηλ. η ζητητική ως ουσ., το φιλοσοφικό σύστημα των σκεπτικών φιλοσόφων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.