ζευκτός
Προφορά
Ετυμολογία
ζευκτός αρχαία ελληνική ζευκτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ζευκτός -ή, -ό
✦ που μπορεί να ζευχθεί
✦ συνδεδεμένος, συναρμοσμένος
✦ το ουδ. ζευκτόν ως ουσ., τριγωνικός σκελετός στέγης, από συναρμογή ξύλινων ή μετάλλινων στοιχείων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–