ζευγάρι


ζευγάρι
Προφορά

Ετυμολογία
ζευγάρι αρχαία ελληνική ζευγάριον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού ζεῦγος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ζευγάρι

✦ ζεύγος, δυο όμοια πράγματα: ένα ζευγάρι παπούτσια – ένα ζευγάρι ρόδα (δημ. τραγ.)
✦ άντρας και γυναίκα, αρσενικό και θηλυκό με συζυγική ή ερωτική σχέση: αγαπημένο ζευγάρι
✦ ζεύγος βοδιών (ή αλόγων) στο αλέτρι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.