ζεσταίνω
Προφορά
Ετυμολογία
ζεσταίνω ζεστός
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ζεσταίνω
✦ θερμαίνω, κάνω κάτι ζεστό: ζεσταίνω τα χέρια μου
✦ μεταδίδω θερμότητα: το κρασί ζεσταίνει
✦ (αμτβ.) γίνομαι ζεστός: ο καιρός αρχίζει να ζεσταίνει
✦ ζεσταίνομαι, αισθάνομαι ζέστη
✦ (μτφ. ) αισθάνομαι ευεξία ή αισιοδοξία: ζεστάθηκε με τα λεφτουδάκια που πήρε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κρυώνω, ψυχραίνω ήψυχραίνομαι
Επιρρήματα
–