ζεν


ζεν
Προφορά

Ετυμολογία
ζεν └αγγλ┘- └γαλλ┘ zen

Ερμηνεία
ζεν

✦ άκλ. σχολή του βουδισμού στην Ιαπωνία, η οποία με τη διδασκαλία της, ότι ο φωτισμός – φωτισμένος νους και η αληθινή γνώση επιτυγχάνονται με το διαλογισμό και με μεθόδους που μεταβιβάζονται από το δάσκαλο στο μαθητή, άσκησε διαρκή επίδραση στον πολιτιστικό ιαπωνικό βίο: βουδισμός ζεν – σκέψη ζεν – μοναχός ζεν – σχολή ζεν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.