ζαχαρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ζαχαρώνω ζάχαρη
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ζαχαρώνω
✦ πασπαλίζω με ζάχαρη
✦ (αμτβ.) σχηματίζω χυμό ή κρούστα από ζάχαρη
✦ (μτφ. ) ερωτοτροπώ: εκεί στο αντικρινό μου το μπαλκόνι αντρόγυνο καινούριο ζαχαρώνει (Γ. Σουρής)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–