ζαχαροπλάστης


ζαχαροπλάστης
Προφορά

Ετυμολογία
ζαχαροπλάστης ζάχαρη + πλάστης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ζαχαροπλάστης

✦ θηλ. ζαχαροπλάστισσα (Κ -τις, -ιδος) παρασκευαστής γλυκισμάτων
✦ ιδιοκτήτης ζαχαροπλαστείου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.