ζαπτιές


ζαπτιές
Προφορά

Ετυμολογία
ζαπτιές └τουρκ┘zaptiye (= χωροφύλακας)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ζαπτιές

✦ αστυνομικός, χωροφύλακας: ζούσαν κυνηγημένοι από τους ζαπτιέδες (Στρ. Μυριβήλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.