ζαλίκι
Προφορά
Ετυμολογία
ζαλίκι υποκορ. του ζαλιά
Ερμηνεία
ζαλίκι
✦ φορτίο ιδ. από ξύλα, όσο μπορεί κανείς να βαστάζει στους ώμους ή στην πλάτη: το ζαλίκι μου αυτό δεν μπορούσα να σηκώσω (Ι. Βηλαράς)
✦ (μτφ. ) οικονομικό ή ηθικό βάρος
✦ (ως επίρρ.) πάνω στους ώμους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–