ζάχαρη
Προφορά
Ετυμολογία
ζάχαρη μεσαιωνική ελληνική τό ζάχαρ και σάχαρι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ζάχαρη
✦ λευκή γλυκαντική ουσία, κρυσταλλική, εξαγόμενη με βιομηχανικό τρόπο από τα τεύτλα και το ζαχαροκάλαμο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–