εύστοχος
Προφορά
Ετυμολογία
εύστοχος αρχαία ελληνική ε/õστοχος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εύστοχος -η, -ο
✦ που πετυχαίνει στόχο: εύστοχη βολή
✦ (μτφ. ) κατάλληλος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού: εύστοχος χειρισμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
άστοχος
Επιρρήματα
εύστοχα (Κ ευστόχως)