εύρημα
Προφορά
Ετυμολογία
εύρημα αρχαία ελληνική εὕρημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το εύρημα
✦ ό,τι βρίσκει κανείς
✦ (μτφ. ) ανέλπιστο αγαθό, εξαιρετικό απόκτημα, κελεπούρι
✦ επιτυχημένη επινόηση στη λογοτεχνία και τις άλλες καλές τέχνες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–