εύρετρα


εύρετρα
Προφορά

Ετυμολογία
εύρετρα αρχαία ελληνική εὕρετρα, πληθ. του σπανιότερου ενικού εὕρετρον

Ερμηνεία
εύρετρα

✦ ουσ. αμοιβή σε κάποιον που βρήκε αντικείμενο που είχε χαθεί, η οποία καταβάλλεται από τον κάτοχο του αντικειμένου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.