εύπορος


εύπορος
Προφορά

Ετυμολογία
εύπορος αρχαία ελληνική ε/õπορος

Ερμηνεία
επίθετο┘ εύπορος -η, -ο

✦ ευκατάστατος, που έχει άφθονα υλικά αγαθά: ως εύπορος, σπουδαία πια θα ζει (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα
άπορος
Επιρρήματα
εύπορα (Κ ευπόρως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.