εύπορος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply εύποροςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/εύπορος.mp3Ετυμολογίαεύπορος αρχαία ελληνική ε/õπορος Ερμηνεία└επίθετο┘ εύπορος -η, -ο ✦ ευκατάστατος, που έχει άφθονα υλικά αγαθά: ως εύπορος, σπουδαία πια θα ζει (Κ. Καβάφης) Συνώνυμα–Αντίθεταάπορος Επιρρήματαεύπορα (Κ ευπόρως)