εύκολος


εύκολος
Προφορά

Ετυμολογία
εύκολος αρχαία ελληνική ε/õκολος

Ερμηνεία
επίθετο┘ εύκολος -η, -ο

✦ που δεν απαιτεί πολύ κόπο ή χρόνο για να γίνει, ευχερής: εύκολη δουλειά
✦ προσιτός: δεν είν’ εύκολες οι θύρες (Διον. Σολωμός)
✦ (για πρόσ.) καλόβολος

Συνώνυμα

Αντίθετα
δύσκολος
Επιρρήματα
εύκολα (Κ ευκόλως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.