εύθυμος
Προφορά
Ετυμολογία
εύθυμος αρχαία ελληνική ε/õθυμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εύθυμος -η, -ο
✦ που έχει καλή διάθεση, χαρούμενος, κεφάτος: εύθυμος τύπος
✦ που προκαλεί ευθυμία, αστείος: εύθυμο ανάγνωσμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
δύσθυμος, κατσούφης
Επιρρήματα
εύθυμα (Κ ευθύμως)