εύελπις


εύελπις
Προφορά

Ετυμολογία
εύελπις αρχαία ελληνική ε/õελπις

Ερμηνεία
εύελπις

✦ -ις, -ι (γεν. -ιδος) επίθ. αυτός που ελπίζει σε κάτι αίσιο και ευχάριστο
✦ ο εύελπις ως ουσ., σπουδαστής σχολής όπου καταρτίζονται αξιωματικοί του στρατού ξηράς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.