εωσινοφιλία


εωσινοφιλία
Προφορά

Ετυμολογία
εωσινοφιλία εωσινόφιλος

Ερμηνεία
εωσινοφιλία

(ιατρ.) η αύξηση στο αίμα των ηωσινόφιλων λευκών αιμοσφαιρίων ιδ. μετά από λοιμώξεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.