εχέγγυος


εχέγγυος
Προφορά

Ετυμολογία
εχέγγυος αρχαία ελληνική ἐχέγγυος

Ερμηνεία
επίθετο┘ εχέγγυος -α, -ο

✦ αξιόπιστος, φερέγγυος
✦ το ουδ. το εχέγγυο(ν) ως ουσ., εγγύηση, ασφάλεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.