εφόδιο
Προφορά
Ετυμολογία
εφόδιο αρχαία ελληνική ἐφόδιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το εφόδιο
✦ ό,τι απαιτείται, υλικό ή άλλο μέσο, για την επίτευξη σκοπού, την εκτέλεση έργου: δεν είχε τα απαραίτητα εφόδια για να πετύχει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–