εφτά


εφτά
Προφορά

Ετυμολογία
εφτά αρχαία ελληνική ἑπτά

Ερμηνεία
εφτά

✦ άκλ. απόλ. αριθμ. (Κ επτά) αριθμός, ποσότητα από έξι και μια μονάδες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.