εφοριακός


εφοριακός
Προφορά

Ετυμολογία
εφοριακός εφορία

Ερμηνεία
επίθετο┘ εφοριακός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την εφορία ή τον έφορο
✦ το αρσ. κ. θηλ. ο, η εφοριακός ως ουσ., υπάλληλος οικονομικής εφορίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.