εφορευτικός


εφορευτικός
Προφορά

Ετυμολογία
εφορευτικός εφορεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εφορευτικός -ή, -ό

✦ ο αρμόδιος να εφορεύει, που ασκεί εποπτεία: εφορευτική επιτροπή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εφορευτικά (Κ εφορευτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.