εφοπλισμός


εφοπλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
εφοπλισμός εφοπλίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εφοπλισμός

✦ αρμάτωμα
✦ το σύνολο των εφοπλιστών, των εφοπλιστικών επιχειρήσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.