εφοδιασμός
Προφορά
Ετυμολογία
εφοδιασμός εφοδιάζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εφοδιασμός
✦ η παροχή ή συλλογή των υλικών ή άλλων μέσων για την επίτευξη σκοπού, την εκτέλεση έργου: ο εφοδιασμός του στρατού ήταν ανεπαρκής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–